Έσκυψα και σε φίλησα απαλά στα χείλη
και μια πνοή ανάσας έσκισε τον αέρα,
φεύγω ψιθύρισα
και σε άγγιξα αδιόρατα,
για να μην σε ξυπνήσω,
φεύγω ψιθύρισα
και σε σκέπασα μη μου κρυώσεις
άγγελέ μου...
Φεύγω μη μου τρομάξεις
από της Μοίρας τα απρόσμενα,
τα ανθρώπινα μαντάτα
και μου χαθείς σε ατραπούς,
που μόνον εγώ φυλάω
ωσάν ο Κέρβερος τον Άδη,
για να μην μπεις ακάλεστος
και στο σκοτάδι ξεχάσεις τη μορφή σου.
Φεύγω σου είπα ξέπνοα και έκλεισα τη πόρτα,
μήπως τα βήματά μου θε να ελθούν
και ταράξουν τα ονειρά σου,
κι έπειτα ξυπνήσεις μέσα στη ζάλη της παραίσθησης
αναζητώντας το κορμί μου στα σεντόνια,
ενώ εγώ θα φεύγω μακριά σου
σκιά ανάμεσα στις άλλες μες τη πόλη,
ένα χάδι που σε άγγιξε θαρρώ
μια νύχτα με φεγγάρι.
Marialena, 13/3/2010